λουρί

λουρί
το (Μ λωρίον)
ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά τού αλόγου» β. «το λουρί τής μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί»)
νεοελλ.
1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα
2. ζώνη, ζωστήρας
3. φρ. α) «σφίγγω το λουρί» — κάνω οικονομίες, περιορίζω τα έξοδά μου ή μού επιβάλλεται πολιτική λιτότητας
β) «σφίγγω τα λουριά κάποιου» — περιορίζω κάποιον, τού σφίγγω το ζωνάρι
γ) «τού 'βγαλε λουριά απ' τη ράχη του» — τόν υπέβαλε σε υπέρογκα έξοδα ή τού απέσπασε πολλά χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωρίον (με κώφωση τού -ω-σε -ου-
πρβλ. κώδων > κουδούνι), υποκορ. τού λῶρον < λατ. lorum «ιμάντας, ζώνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λουρί — το ιού (λ. λατ.) 1. στενή δερμάτινη ζώνη: Οι απαγωγείς τον είχαν δέσει με λουριά. 2. φρ., «Του έσφιξα τα λουριά», τον περιόρισα, δεν τον αφήνω να κάνει ό,τι θέλει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουρώνω — [λουρί] αποκτώ σκληρότητα λουριού, σκληραίνω …   Dictionary of Greek

  • ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …   Dictionary of Greek

  • ακονάκι — Παλιό παιδικό παιχνίδι, στην περιοχή της Αιτωλίας. Η λέξη προέρχεται από το όνομα ενός μικρού μαύρου φιδιού. Στο παιχνίδι αυτό, τα παιδιά σχημάτιζαν κύκλο σε απόσταση περίπου μισού μέτρου το ένα από το άλλο και με τη ράχη τους στραμμένη προς τα… …   Dictionary of Greek

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • κυνούχος — κυνοῡχος, ὁ (AM) βαλάντιο, κυνηγετικός σάκος αρχ. 1. το λουρί με το οποίο κρατά και σύρει κάποιος τον σκύλο 2. σάκος από δέρμα σκύλου 3. σάκος στον οποίο φύλαγαν τα ενδύματα 4. φρ. «κλοιὸς κυνοῡχος» το λουρί που μπαίνει στον λαιμό σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • λούρα — η 1. μεγάλο λουρί 2. λεπτός και ευθύς βλαστός δένδρου ή θάμνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λουρί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, μπουκάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς …   Dictionary of Greek

  • νίγλα — (I) η το λουρί που χρησιμεύει για δέσιμο τού σαμαριού στη ράχη υποζυγίου, υπόζωμα, ζώστρα, αλλ. ίγλα, ίγγλα, γίγγλα, μεσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγ(γ)λα* «λουρί», το ν από συνεκφορά με το άρθρο (την ίγ(γ)λα)] …   Dictionary of Greek

  • ξελουρίζω — και ξελουριάζω 1. κόβω τα άκρα τής σόλας τού παπουτσιού που προεξέχουν, ώστε αυτό να προσλάβει το κατάλληλο σχήμα 2. κόβω κάτι σε λωρίδες 3. αφαιρώ ή χαλαρώνω το λουρί που συνδέει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λουρί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”